- ἐζυμωμένοις
- ἐζῡμωμένοις , ζυμόωleavenperf part mp masc/neut dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συνεσθίω — ΜΑ 1. τρώω μαζί με άλλον, συντρώγω («Πέτρος... μετὰ τῶν ἐθνῶν συνήσθιεν», Ωριγ.) 2. τρώω κάτι μαζί με κάτι άλλο («πικρίδας συνήσθιε τοῑς ἄρτοις τοῑς οὐκ ἐζυμωμένοις», Κύρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐσθίω «τρώω»] … Dictionary of Greek